Σταθερά υψηλή ετήσια ανάπτυξη εμφανίζει το ηλεκτρονικό εμπόριο υπηρεσιών και προϊόντων στην Ελλάδα, παρά το γεγονός ότι τόσο το υψηλό μεταφορικό κόστος, όσο και τα νηπιακά νοσήματα της ηλεκτρονικής εμπορικής αγοράς ανακόπτουν την ορμή διείσδυσης του.

Σύμφωνα με την ετήσια έρευνα για το ηλεκτρονικό εμπόριο (Business to Customer), που πραγματοποίησε το Εργαστήριο Ηλεκτρονικού Εμπορίου (ELTRUN) του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, ο ετήσιος τζίρος μέσω ηλεκτρονικών καταστημάτων ανέρχεται σε 3,2 δισ. ευρώ, παρουσιάζοντας αύξηση 25% έναντι του 2012.
Σύμφωνα με την ίδια έρευνα, το 35% των χρηστών Internet στην Ελλάδα (περίπου 2,2 εκατ.) έκανε τουλάχιστον μία αγορά προϊόντος ή υπηρεσίας on line. Παρότι η ηλεκτρονική λιανική κινήθηκε έντονα ανοδικά -συγκρινόμενη μάλιστα με την παραδοσιακή λιανική-, παραμένει ακόμη σε χαμηλά επίπεδα, αφού η αντίστοιχη ευρωπαϊκή αγορά θα φθάσει τα 350 δισ. ευρώ με το 70% των χρηστών Internet να αγοράζει on line.

Σύμφωνα με τον καθηγητή Γ. Δουκίδη, υπεύθυνο για την έρευνα, το e-commerce στην Ελλάδα βρίσκεται στα σπάργανα, αντιμετωπίζοντας τη δυσπιστία του Έλληνα καταναλωτή για την αξιοπιστία των on line αγορών – φαινόμενο που ωστόσο αντιμετωπίστηκε διεθνώς καθώς η on line αγορά ωρίμαζε και αποκτούσε την αντίστοιχη καταναλωτική εμπιστοσύνη.

Μια άλλη ωστόσο σοβαρή παράμετρος που επηρεάζει την εξέλιξη του ηλεκτρονικού εμπορίου στη χώρα είναι το υψηλό κόστος μεταφοράς και logistics των φυσικών προϊόντων που αγοράζονται μέσω e-shops.

Σύμφωνα με τον κ. Γουλή, πρόεδρο του GRECA, του εγχώριου συνδέσμου ηλεκτρονικών επιχειρήσεων, το κόστος μεταφοράς ενός προϊόντος από την Αθήνα στο Λονδίνο είναι εξαπλάσιο από ό,τι το κόστος μεταφοράς του ίδιου προϊόντος από το Λονδίνο στην Αθήνα. Αυτή η διαπίστωση καθιστά μη ανταγωνιστικά τα ελληνικά e-shops τόσο στην περίπτωση που πωλούν ομοειδή προϊόντα με αντίστοιχες επιχειρήσεις του εξωτερικού, όσο και εκείνα που πωλούν ιδιαίτερα και μοναδικά ελληνικά προϊόντα, καθώς στην τελική τιμή προς τον καταναλωτή ενσωματώνεται επιπλέον κόστος.

Κατά τους κ. Γουλή και Δουκίδη, το κόστος αυτό αποδίδεται αφενός στη διάρθρωση της ελληνικής αγοράς logistics και ταχυδρομικών υπηρεσιών και αφετέρου στον χαμηλό όγκο που διακινείται μέσω ηλεκτρονικών καταστημάτων, παράγοντες που θεωρούν ότι θα βελτιωθούν τα προσεχή χρόνια.

Έτσι, υπό προϋποθέσεις η ελληνική on line αγορά θα μπορούσε να αγγίξει τα 6 δισ. ευρώ και να αντιπροσωπεύει το 2% του ΑΕΠ από 1% σήμερα. Η έρευνα εξάλλου δείχνει ότι μόνο το 60-65% των συνολικών on line αγορών των Ελλήνων καταναλωτών κατευθύνεται σε ελληνικά sites.

Αυτό καταδεικνύει και την προοπτική των ελληνικών ψηφιακών επιχειρήσεων υπό προϋποθέσεις στο μέλλον, αφού το αντίστοιχο ποσοστό στην Ευρώπη είναι κοντά στο 90%.

Οι Έλληνες on line αγοραστές συνήθως αγοράζουν από 4-5 ελληνικά sites και 3-4 ξένα. Πέραν των παραπάνω ανασταλτικών παραγόντων, η έρευνα του ELTRUN καταδεικνύει -όπως προαναφέρθηκε- ότι υπάρχουν σημαντικά περιθώρια ανάπτυξης και ότι υπό προϋποθέσεις η ελληνική on line αγορά θα μπορούσε να αγγίξει τα 6 δισ. ευρώ και να αντιστοιχεί στο 2% του ΑΕΠ από 1% σήμερα.

Ήδη, κλάδοι της εγχώριας επιχειρηματικότητας ωφελούνται άμεσα από τη χρήση των on line καταστημάτων με πρώτο τον τουριστικό χώρο, όπου οι ηλεκτρονικές κρατήσεις αποτελούν μονόδρομο, σύμφωνα με τον κ. Δουκίδη.
Ο δε κ. Γουλής αναφέρει ότι από τα 3,2 δισ. ευρώ αγορών του 2013 το 1/3 αφορούσε την αγορά ταξιδιωτικών υπηρεσιών (εισιτήρια και κρατήσεις ξενοδοχείων).

Οι υπόλοιπες κατηγορίες που είχαν τη μεγαλύτερη ανάπτυξη το 2013 είναι η αγορά εισιτηρίων για εκδηλώσεις, οι υπηρεσίες τηλεπικοινωνιών, οι ασφάλειες και τα είδη φαρμακείου (λόγω της εμπλοκής πολλών φαρμακείων στο ψηφιακό κανάλι και των ευκαιριών στις τελικές τιμές για βιταμίνες, συμπληρώματα διατροφής και ΜΗΣΥΦΑ).

Τέλος, σύμφωνα με την έρευνα παρότι για τα φυσικά προϊόντα υπήρχαν πολύ περισσότερες παραγγελίες από ό,τι για τις υπηρεσίες οι τελευταίες είχαν πολύ μεγαλύτερη χρηματική αξία.